λίπανση

λίπανση
Η παρεμβολή –μεταξύ δύο οργάνων σε επαφή και σε σχετική κίνηση– ουσιών κατάλληλων για την ελάττωση της τριβής των επιφανειών και της φθοράς τους. Η λ. είναι απαραίτητη για την ορθή και μακροχρόνια λειτουργία των μηχανών, που διαθέτουν όργανα με επιφάνειες σε επαφή τριβής και όχι κατασκευασμένα από αυτολιπαινόμενο υλικό· εξαιρούνται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η πρόκληση τριβής είναι αναγκαία, όπως για παράδειγμα η περίπτωση των συσκευών πέδησης. Τα λιπαντικά δρουν προσκολλώμενα ισχυρά στις προς λ. επιφάνειες και σχηματίζουν μεταξύ αυτών ένα λεπτό στρώμα, τον υμένα, χάρη στην πρόσφυση του οποίου ελλατώνεται η τριβή των επιφανειών. Η λ. εφαρμοζόταν εμπειρικά για μακρό χρονικό διάστημα, ωστόσο άρχισε να επιβάλλεται τον 17o και τον 18o αι. με τον καθορισμό της έννοιας της τριβής. Τον 19o αι. τέθηκαν οι βάσεις της υγρής ή υδροδυναμικής λ. και στις αρχές του 20ού αι. λύθηκαν πρακτικά όλα τα προβλήματα τα σχετικά με τη λ. και υιοθετήθηκαν διάφορες ποιότητες ορυκτών ελαίων. Έως τα μέσα του 20ού αι. οι θερμικοί κινητήρες λειτουργούσαν με λιπαντικά έλαια, ενώ σήμερα, με την απόκτηση υψηλότερου αριθμού τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων αναφορικά με τη λ., παράγονται μείγματα ουσιών αρκετά σύνθετα, με διαφοροποιημένες λειτουργίες. Πράγματι, σήμερα, ο σκοπός της λ., ιδιαίτερα στις μηχανές όπου υπεισέρχονται υψηλές ταχύτητες και ισχυρές πιέσεις, δεν περιορίζεται στην ελάττωση των τριβών και των παθητικών αντιδράσεων, αλλά επιχειρεί να καταπολεμήσει τη φθορά, να εμποδίσει τη διάβρωση των οργάνων, να εκλύσει ένα μέρος της θερμότητας (ιδιαίτερα στους κινητήρες εσωτερικής καύσης) και να αποφύγει τις επικαθίσεις και τα σκληρά κατάλοιπα. Βλ. λ. λιπαντικά. Η λίπανση είναι σποραδική σε ένα ρολόι.
* * *
η (Α λίπανση) [λιπαίνω]
επάλειψη, επίχριση με λίπος
νεοελλ.
1. (μηχανολ.) η παρεμβολή μιας λιπαντικής ουσίας μεταξύ δύο κινούμενων στελεχών μιας μηχανής με σκοπό τον έλεγχο και τη μείωση τής τριβής και τής φθοράς τών επιφανειών τους που έρχονται σε επαφή
2. (γεωπ.) η προσθήκη στο έδαφος και η ανάμιξη με αυτό φυσικών ή χημικών λιπασμάτων για τη διατήρηση ή τη βελτίωση τής γονιμότητάς του
3. φρ. «χλωρή λίπανση»
(γεωπ.) λίπανση που γίνεται με την καλλιέργεια ενός ψυχανθούς ή άλλου κτηνοτροφικού φυτού, το οποίο παραχώνεται με όργωμα ενώ είναι ακόμη χλωρό και έτοιμο για θερισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λίπανση — η 1. επάλειψη με λάδι ή άλλη λιπαρή ουσία. 2. εμπλουτισμός του εδάφους με λίπασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλωρή λίπανση — Παράχωμα χλωρών φυτών, σπαρμένων συνήθως με τον σκοπό να εγκαταλείψουν το έδαφος, με οργανική μορφή, τις ουσίες που απορρόφησαν και επεξεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους και ιδιαίτερα το άζωτο (ριζοβακτήριο). Συνήθως χρησιμοποιούνται …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… …   Dictionary of Greek

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

  • λιπαντήρας — ο συσκευή με την οποία γίνεται η λίπανση τών κινητών μερών μιας μηχανής (α. «λιπαντήρας σιδηροτροχιών» όργανο που επιτρέπει τη λίπανση τής εσωτερικής πλευράς τών σιδηροτροχιών στις καμπές τους με σκοπό τη μείωση τής φθοράς τόσο τών ίδιων όσο και… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • βαλβολίνη — (valvoline). Εμπορική ονομασία ειδικού λιπαντικού ελαίου που χρησιμοποιείται κυρίως στα αυτοκίνητα για τη μόνιμη λίπανση του κιβωτίου ταχυτήτων, του διαφορικού και άλλων σημείων. * * * η ορυκτέλαιο που χρησιμοποιείται για τη λίπανση των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”